ξυναυλία

ξυναυλία
συναυλίᾱ , συναυλία
concert of lyre and flute
fem nom/voc/acc dual
συναυλίᾱ , συναυλία
concert of lyre and flute
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυναυλίᾳ — συναυλίαι , συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc pl συναυλίᾱͅ , συναυλία concert of lyre and flute fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι …   Dictionary of Greek

  • δύσορνις — δύσορνις, ο, η (Α) 1. αυτός που φέρνει κακούς οιωνούς («δύσορνις ξυναυλία δορός», Αισχ.) 2. αυτός που γίνεται με κακούς οιωνούς («δυσόρνιθας γεγονέσθαι τὰς τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՂԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0951 Chronological Sequence: 5c, 6c գ. συναυλία, ξυναυλία tibiarum concentus. Ձայնակցութիւն փողով. *Փողակցութիւն նուագացն լսելով: Գորովումն փողակցութեան յարմարելով. Փիլ. յովն.: Ածաբ. աղք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”